άσκιστος
Смотреть что такое "άσκιστος" в других словарях:
άσχιστος — και άσκιστος, η, ο (AM ἄσχιστος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να σκιστεί ή να κοπεί νεοελλ. αυτός που δεν έχει άνοιγμα ή σχισμή αρχ. (για ζώα) μονόνυχος, μονόχηλος … Dictionary of Greek